«Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία - πανσπερμία απ' όλες τις γωνιές της ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες. Σαν άνοιξα τα μάτια μου, είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου (το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ σαν με περίμεναν κάπου καθυστερημένα να φανώ). Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη και ο πατέρας μου απ' τη Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ' την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ' τη στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι' αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Ομως, η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη "ευρωπαϊκή", φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα».
Ενενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν την περασμένη Παρασκευή από τη γέννηση του σπουδαίου, του αλησμόνητου ποιητή της καρδιάς μας, που με τη μουσική αλλά και το στίχο του αγγίζει πάντα τις πιο ευαίσθητες χορδές των συναισθημάτων μας, που «τολμούν» να εκδηλωθούν χωρίς δισταγμό γιατί έχουν ισχυρό «σύμμαχο» τις μελωδίες, την ομορφιά του άφθαρτου, την αλήθεια...
...φέρτε κρασί φέρτε φωτιά
«Η πέτρα είναι ο θάνατος η πέτρα είν' η ζωή μου
φυτρώσαν άσπρα γιασεμιά μες στην αναπνοή μου.
Είμαι ένα δέντρο έρημο στην πέτρα σπάει η φωνή μου
δεν μπαίνει αγέρας μήτε φως πετρώνει το κορμί μου.
Είμαι η κραυγή της μάνας μου είμαι η πληγή του κόσμου
φέρτε κρασί φέρτε φωτιά να κάψω τον καημό μου».
(Μάνος Χατζιδάκις)
Ο Μάνος Χατζιδάκις στη δημιουργική του πορεία κατάφερε να μας χαρίσει μεγάλες συγκινήσεις και να σμιλέψει τον κοινό μας μύθο με μουσικές και τραγούδια αθάνατα, αληθινά και ακριβώς γι' αυτό βαθιά λαϊκά. Γιατί, για τον Μάνο Χατζιδάκι «η τέχνη του τραγουδιού αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα... Η τέχνη υπάρχει, διότι ανατέμνει τη λειτουργία του ανθρώπου. Του κινητοποιεί τις ευαισθησίες του. Τις αληθινές του ευαισθησίες. Οχι τις επικαιρικές. Η τέχνη συμπληρώνει τον άνθρωπο, τον βοηθά να αισθανθεί, έστω και για λίγο, προς τα πού πρέπει να τείνει. Η μεγάλη τέχνη εννοώ».
Ο Μάνος Χατζιδάκις, με την ευαισθησία, την οξεία κριτική ματιά, την υψηλή αισθητική του και την αγάπη για το λαό, μπόρεσε να εκφράσει με κριτικό ρεαλιστικό τρόπο την ελληνική κοινωνία. Η πολιτιστική του προίκα, παιδί της εποποιίας της Εθνικής Αντίστασης, της ΕΠΟΝ στην οποία συμμετείχε, καθώς και η απόφασή του να μη συμβιβαστεί με την εξουσία και τις απαιτήσεις της, τον ώθησαν στη δημιουργία ενός πολύτιμου υλικού, ενός έργου που, ανεξάρτητα από τις μετέπειτα δηλωμένες πολιτικές απόψεις και προθέσεις του, είναι πολύτιμο υλικό για την αισθητική αντίληψη του λαού και για την πολιτιστική καλλιέργειά του. Με τις μουσικές και τα τραγούδια του, εμπνευσμένα από λαϊκές φόρμες και μπολιασμένα με έντονο λυρισμό, ζουν και αναπνέουν ο κόσμος της αθηναϊκής γειτονιάς, οι μοναχικοί και συλλογικοί ήρωες της αξιοπρέπειας και του αγώνα, οι γυναικείες μορφές, ακόμα κι οι φιγούρες ενός κοινωνικού περιθωρίου, που έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση με τις εκφράσεις του μικροαστισμού.
Οπως ο ίδιος έλεγε, δεν ήταν εναντίον του λαϊκού, αλλά φανατικά εναντίον του λαϊκισμού. «Το πρώτο συνθέτει την αλήθεια μας, το άλλο την αυτοκολακεία και την εκμετάλλευση. Για παράδειγμα: Η κυβέρνηση ασκεί το λαϊκισμό σαν πολιτιστική πολιτική για κομματικό όφελος και ο λαός κολακεύεται, ενδίδει και υποτάσσεται στο κόμμα που διοικεί. Να μια σχέση που αντιπαθώ βαθιά και φυσικά την πολεμώ με όλες μου τις δυνάμεις».
Βαθιά στοχαστική ευαισθησία
Ο αλησμόνητος Μάνος Χατζιδάκις, με την πολύτροπη, πολύχυμη, πηγαία λαϊκή, αλλά και καλλιεργημένη με τη μεγάλη ποίηση και βαθιά στοχαστική ευαισθησία του, δε σημάδεψε μόνον το τραγούδι. Σημάδεψε και το ελληνικό θέατρο. Μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη, «εδραίωσαν» την ελληνική μουσική στο θέατρο πρόζας και έστρωσαν το δρόμο του θεάτρου στους νεότερους Ελληνες συνθέτες. Ο Μάνος Χατζιδάκις, με τις μουσικές του για θεατρικές παραστάσεις, έγραψε άλλη μια μεγάλη ιστορία, η οποία αξίζει προσοχής και ειδικής μελέτης από τους ειδικούς. Η μουσική του, για τους αριστοφανικούς «Ορνιθες» ή το «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα, τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ, για το «Θέατρο Τέχνης», αποτελεί μεγάλο κειμήλιο της μουσικής για το θέατρο.
Η πρώτη του εμφάνιση ως συνθέτη στο μουσικό ορίζοντα της χώρας γίνεται το 1944, με τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολωμού, στο «Θέατρο Τέχνης» του Κάρολου Κουν. Στη σχολή του «Θεάτρου Τέχνης», ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και μαθήματα υποκριτικής, θέλοντας να γίνει ηθοποιός, αλλά ο Κουν θα τον αποτρέψει. Μέσα από τη γόνιμη συνεργασία του, ως συνθέτη πια, με το «Θέατρο Τέχνης», που θα διαρκέσει δεκαπέντε χρόνια, θα γράψει μουσική για πολλά έργα του σύγχρονου θεατρικού ρεπερτορίου: «Γυάλινος Κόσμος» (Τ. Ουίλιαμς, 1946), «Αντιγόνη» (Ζ. Ανουίγ, 1947), «Ματωμένος Γάμος» (Φ. Γ. Λόρκα, 1948), «Ολα τα Παιδιά του Θεού έχουν Φτερά» (E. Ο' Νηλ, 1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (Τ. Ουίλιαμς, 1948), «Ο Θάνατος του Εμποράκου» (Α. Μίλερ, 1949) κ.ά.
Με το τέλος της γερμανικής Κατοχής, η τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη τολμάει πρώτη να του αναθέσει να συνθέσει μουσική για τον «Αγαμέμνονα» και τις «Χοηφόρες» (1950) από την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Μέχρι τότε, τη μουσική επένδυση των αρχαίων τραγωδιών την ανέθεταν σε ακαδημαϊκούς συνθέτες. Την ίδια περίοδο συνεργάζεται με το μεγάλο ποιητή Αγγελο Σικελιανό, για να συνθέσει τη μουσική στην τελευταία του τραγωδία «Ιπποκράτης».
«Κι ο Μάης στήνει το χορό κάτου με τους εργάτες»
Το 1946, ταυτόχρονα με τη μουσική, γράφει και ποίηση. Βρισκόμενος στη Θεσσαλονίκη με το θίασο των «Ενωμένων Καλλιτεχνών», γράφει τα ποιήματα «Λυπητερή Παρέλαση - Μια ποιητική σειρά από στιγμές», ορισμένα σημεία της οποίας υπάρχουν στην πρώτη δισκογραφική παρουσία μελοποιημένων στίχων του Χατζιδάκι, ως αυτόνομα τραγούδια, στο δίσκο 45 στροφών, «Ο κύκλος του C.N.S.» [ο οποίος κυκλοφόρησε το 1959 (το έργο γράφτηκε τη διετία 1954-1956) και περιέχει έξι τραγούδια για πιάνο και φωνή με την ερμηνεία του Γιώργου Μούτσιου] όπως: «Κι αν σμίξουν τ' άστρα μας/ Θέλω με τη σιωπή/ Που παραδέχεσαι/ Τον εαυτό σου», το οποίο τραγούδησε ο Μούτσιος στο τραγούδι του δίσκου. Την ίδια περίοδο με την «Λυπητερή Παρέλαση» γράφει και το ποίημα «Εργατική cantata», το οποίο το χαρίζει «στους μυλεργάτες του εργοστασίου Αλλατίνη»: «Μάτι κλειστό στον πόνο σου/ Χείλια σαρκαστικά στο θρήνο σου/ Κι ένας Χριστός τ' ομολογάει/ Δεν έσβησε η φωνή σου». Τα ποιήματα αυτά τα είχε εμπιστευθεί τότε στο συνομήλικό του ποιητή, Μανόλη Αναγνωστάκη, με σκοπό να εκδοθούν στη Θεσσαλονίκη, κάτι όμως που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Πολλά χρόνια αργότερα, την άνοιξη του 2001, ο Αναγνωστάκης τα δημοσιεύει στο 17ο τεύχος του περιοδικού «Ποίηση».
«Η γης τραγούδι αρχίνησεν και δε το σταματάει. Κι ο Μάης στήνει το χορό, κάτου με τους εργάτες. Κι ας πέφτουν νιοι λεβεντονιοί στον πονεμένο κάμπο. Καθώς αγριοπερίστερα, με τη γητειά στο στόμα. Το αίμα τους είν' γαρούφαλλο. Είν' η κραυγή τους κρίνος...».
Πηγές:
- Συνέντευξη στο «Ριζοσπάστη» (27/5/'90)

- Από την «πύλη» της ιστοσελίδας του στο διαδίκτυο, www.manoshadjidakis.gr, που προσφέρει τη δυνατότητα ενός γοητευτικού και συνάμα χρήσιμου «ταξιδιού» στο δημιουργικό του κόσμο, μέσα από την επαφή με ένα υλικό, ανέκδοτο και μη, κυρίως από το προσωπικό του αρχείο.
Ετικέτες

Δημοσίευση σχολίου

[blogger]

MKRdezign

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.
Javascript DisablePlease Enable Javascript To See All Widget