Το «ακόνισμα» του αυτόματου «δημοσιονομικού κόφτη» και το μπαράζ των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών για τις ληξιπρόθεσμες «οφειλές» της λαϊκής οικογένειας στο φοροεισπρακτικό μηχανισμό του κράτους αποτελούν συστατικά στοιχεία του «τεχνικού μνημονίου», το οποίο έρχεται να κουμπώσει με το συμπληρωματικό μνημόνιο της συνεργασίας ανάμεσα στη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ με τους «θεσμούς» του κουαρτέτου. Το αντιλαϊκό κάδρο της επόμενης περιόδου συμπληρώνεται από το ζήτημα της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων στις τράπεζες, που θα μπει στο επίκεντρο της αντιλαϊκής επίθεσης.
Την ίδια ώρα, η καθημερινότητα των λαϊκών στρωμάτων της χώρας στοιχειώνεται από τις μαζικές παραπέρα περικοπές σε μισθούς και συντάξεις και λόγω της αυξημένης μηνιαίας παρακράτησης του επιβαλλόμενου φόρου, ενώ η άγρια φοροληστεία βρίσκει τη συνέχειά της στις πρόσφατες ανατιμήσεις του ΦΠΑ και άλλων ειδικών φόρων που φορτώνονται στα εμπορεύματα της μαζικής λαϊκής κατανάλωσης.
Τα παραπάνω - κατά τη συγκυβέρνηση και το εγχώριο κεφάλαιο - συνθέτουν την «ομαλή» πορεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού.
Σε ό,τι αφορά τον δημοσιονομικό κόφτη, στο «τεχνικό μνημόνιο» διευκρινίζεται ευθύς εξαρχής ο τρόπος υπολογισμού των αυτόματων περικοπών σε συντάξεις και μισθούς, σε συνδυασμό με τις «απώλειες» των φόρων που θα προκύψουν εξαιτίας της μείωσης των εισοδημάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, ξεκαθαρίζεται ότι στις συντάξεις, για κάθε μείωση ύψους 100 ευρώ, το «καθαρό δημοσιονομικό όφελος» θα είναι μόλις 85 ευρώ, καθώς τα υπόλοιπα θα «χάνονται» από τη μείωση της μάζας των φόρων που επιβάλλονται στους συνταξιούχους. Αντίστοιχα, για κάθε καρατόμηση ύψους 100 ευρώ στους μισθούς που καταβάλλονται στο δημόσιο τομέα, το «καθαρό όφελος» διαμορφώνεται μόλις στα 55 ευρώ. Είναι φανερό, δηλαδή, ότι η επίτευξη των στόχων απαιτεί την εφαρμογή αντιλαϊκών μέτρων πολλαπλάσιου ύψους, γεγονός που έχει επιβεβαιωθεί σε ολόκληρη την περίοδο των προγραμμάτων της «δημοσιονομικής προσαρμογής» στις απαιτήσεις του κεφαλαίου. Και, βέβαια, μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι η νομοθετική ρύθμιση για τον «κόφτη» εξαιρεί ρητά και κατηγορηματικά το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) των κρατικών προϋπολογισμών, το οποίο αποτελεί ένα ακόμη αποφασιστικό εργαλείο στήριξης των καπιταλιστών, την ίδια στιγμή που στο στόχαστρο μπαίνουν δαπάνες που αφορούν λαϊκές ανάγκες.
Η συγκυβέρνηση, από την πλευρά της, «ευελπιστεί» να πετύχει τους αντιλαϊκούς στόχους χωρίς να παραστεί η «ανάγκη» της ενεργοποίησης και του δημοσιονομικού κόφτη, ενώ βέβαια πριν φτάσει σε αυτό το σημείο θα εμπλουτίζει την αντιλαϊκή πολιτική και με νέα μέτρα, με άξονα τα αιματοβαμμένα πρωτογενή πλεονάσματα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στο «τεχνικό μνημόνιο» προβλέπεται συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και στοχοθεσία, προκειμένου να συγκεντρωθούν στο κρατικό ταμείο οι ληξιπρόθεσμες «οφειλές» των λαϊκών νοικοκυριών, είτε αυτές προέρχονται από τα χαράτσια της σημερινής «αριστερής» κυβέρνησης είτε από αυτές που έχουν αφήσει «παρακαταθήκη» οι προκάτοχες κυβερνήσεις της μνημονιακής περιόδου.

Σε αυτό το φόντο, οι κατασχέσεις μισθών και συντάξεων, οι πλειστηριασμοί και άλλα μέτρα «αναγκαστικής εκτέλεσης», στο επόμενο διάστημα θα πάρουν ακόμη μαζικότερες διαστάσεις. Και βέβαια το «ζουμί» της υπόθεσης βρίσκεται στη συγκέντρωση νέων και ληξιπρόθεσμων «οφειλών» από τα λαϊκά νοικοκυριά και όχι βέβαια από την πάταξη της επίσημης φοροδιαφυγής από την πλευρά του εγχώριου κεφαλαίου. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στη λίστα με τους μεγαλοοφειλέτες του Δημοσίου, που κοινοποίησε, «προς παραδειγματισμό», η Γενική Γραμματεία Εσόδων του υπουργείου Οικονομικών, φιγουράρουν γνωστά ονόματα εταιρειών που έχουν «βαρέσει κανόνια», εδώ και πολλά χρόνια, ενώ βέβαια είναι απόλυτα φανερό ότι η συγκεκριμένη κατηγορία δεν πρόκειται να αποδώσει ούτε «δεκάρα τσακιστή»...