Οι απεργίες των τραπεζοϋπαλλήλων το 1979 και το 1980 (β' μέρος)

Σήμερα, δημοσιεύουμε το δεύτερο μέρος ενός μικρού ιστορικού για τις απεργίες των τραπεζοϋπαλλήλων το 1979 και το 1980. Υπενθυμίζουμε ότι αίτημα αιχμής της απεργίας του 1979 (στην οποία αναφερθήκαμε στο α' μέρος) ήταν το ωράριο εργασίας, το οποίο η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ήθελε να αλλάξει προς το χειρότερο.
Η δεύτερη απεργία κράτησε 39 μέρες και κηρύχθηκε ενώ ήδη γίνονταν λαϊκές κινητοποιήσεις στην Κόρινθο, στο Αγρίνιο, στη Θεσσαλία και αλλού ενάντια στην ακρίβεια. Η απεργία ξεκίνησε στις 17 Γενάρη και τελείωσε στις 24 Φλεβάρη 1980.
Εκτός από το ζήτημα του ωραρίου (ζητούσαν την αποκατάστασή του όπως ίσχυε πριν από το καλοκαίρι του 1979) οι εργαζόμενοι στις τράπεζες διεκδικούσαν 30% αυξήσεις στους μισθούς, κατάρτιση και εφαρμογή οργανισμών, αποσυσχέτιση των αυξήσεων από την υπηρεσιακή εξέλιξη, συνδικαλιστικές ελευθερίες κ.ά.
Σχετικά με τις μισθολογικές αυξήσεις, οι τραπεζίτες, σύμφωνα με την ΟΤΟΕ, έδιναν μόνο 11%. Και σε αυτή την απεργία η συμμετοχή ήταν μεγάλη, ενώ γίνονταν σχεδόν καθημερινά συγκεντρώσεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, όπως στην Πάτρα και στο Ηράκλειο Κρήτης.
Υποκίνηση από ...εξωτραπεζικούς!
Η κυβέρνηση απέρριπτε οποιαδήποτε συζήτηση για τα αιτήματα των απεργών ακόμα και στη Βουλή, δηλώνοντας: «Οσο διαρκεί η απεργία καμία συζήτηση επί του θέματος». Από την τηλεόραση προβάλλονταν συστηματικά δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών και διοικητών τραπεζών σε βάρος των απεργών, αλλά αποσιωπούνταν επιδεικτικά τα αιτήματα των απεργών και τα μηνύματα συμπαράστασης στον αγώνα τους.
Ο τότε υπουργός Εργασίας, Κ. Λάσκαρης, σε ομιλία του στην τηλεόραση, χαρακτήρισε τους εργαζόμενους στις τράπεζες «προνομιούχους» και διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα ισχυρίστηκε ότι οι υπόλοιποι κλάδοι δέχονταν την αντεργατική πολιτική λιτότητας αδιαμαρτύρητα!
Απεργιακή συγκέντρωση έξω από τα γραφεία της ΟΤΟΕ
Απεργιακή συγκέντρωση έξω από τα γραφεία της ΟΤΟΕ
Οι τραπεζίτες, επικαλούμενοι την κυβερνητική εισοδηματική πολιτική, δικαιολογούσαν την άρνησή τους να δώσουν αυξήσεις. Για το ωράριο έλεγαν ότι «δεν θα αποκατασταθεί το συμβατικό ωράριο. Θα μελετήσουμε μέχρι την ημέρα εισαγωγής της θερινής ώρας, κινητό ωράριο κατά τόπους και κατά τράπεζα.
Ενδεχόμενα να έχουμε άλλο χρόνο στο Κολωνάκι και άλλο στη Λαχαναγορά γιατί έτσι επιβάλλουν οι συναλλακτικές συνθήκες των περιοχών». Η θέση αυτή δείχνει ότι ανέκαθεν το κεφάλαιο επιδίωκε να προσαρμόσει το χρόνο εργασίας στις ανάγκες της κερδοφορίας του.
Σε εσωτερική εγκύκλιο της Εμπορικής Τράπεζας σημειωνόταν χαρακτηριστικά: «Μερικοί απεργείτε γιατί τέτοιες οδηγίες έχετε πάρει από δυνάμεις εξωτραπεζικές, που σας κατευθύνουν. Με σας διάλογος είναι πολύ δύσκολος, γιατί τα συμφέροντα του κλάδου είναι εκείνο που λιγότερο σας ενδιαφέρει»!
Για υποκινητές μιλούσε και η κυβέρνηση, με τον υπουργό Εργασίας να ισχυρίζεται ότι η απεργία οφείλεται «σε εξωτραπεζικές κινήσεις με αποκλειστικούς στόχους πολιτικές και μόνο επιδιώξεις».
Απειλές και ελιγμοί από κυβέρνηση - τραπεζίτες
Ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας ανέλαβε να στήσει παγίδα στους τραπεζοϋπαλλήλους. Με διάφορα νομικά τερτίπια και τη χρήση ενός νόμου του 1955, έσυρε τον κλάδο στη διαδικασία της υποχρεωτικής διαιτησίας, προκειμένου να τον υποχρεώσει να σταματήσει την απεργία.


Συγκέντρωση αλληλεγγύης από Ομοσπονδίες και Συνδικάτα
Συγκέντρωση αλληλεγγύης από Ομοσπονδίες και Συνδικάτα
Αυτό έγινε περίπου στα μέσα Φλεβάρη. Η απεργία, όμως, συνεχίστηκε και η κυβέρνηση απείλησε με απολύσεις. Στις 17 Φλεβάρη ο «Ριζοσπάστης» καταγράφει καταγγελία ότι η Χωροφυλακή καλεί τους απεργούς τραπεζικούς να πάνε για δουλειά, γιατί αλλιώς θα συλληφθούν.
Τα ποσοστά συμμετοχής στην απεργία παρέμεναν υψηλά, όπως μαζικές ήταν και οι απεργιακές συγκεντρώσεις. Οι απεργοί είχαν τη συμπαράσταση άλλων Ομοσπονδιών και Συνδικάτων.
Στις 20 Φλεβάρη έγινε μαζική πανεργατική συγκέντρωση στο θέατρο «Διάνα». Την ίδια μέρα, οι οικοδόμοι έκαναν μία ώρα στάση εργασίας, οι εργαζόμενοι στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη δύο ώρες στάση εργασίας και μία ώρα το Σωματείο Αμυλοσακχάρου Πειραιά. Ανάλογες κινητοποιήσεις συμπαράστασης έγιναν και άλλες μέρες της απεργίας.
Κάπως έτσι, στις 20 Φλεβάρη η κυβέρνηση προχώρησε σε ελιγμό και αποφάσισε να επαναφέρει το παλιό ωράριο εργασίας, το οποίο ήταν βασικό αίτημα της προηγούμενης απεργίας, το καλοκαίρι του 1979.
Ωστόσο, ο κλάδος αποφάσισε να συνεχίσει την απεργία και για τα άλλα αιτήματα, ενώ οι απειλές κλιμακώνονταν. Οι διοικητές των τραπεζών έδωσαν εντολή στους διευθυντές και υποδιευθυντές να παίρνουν τηλέφωνο τους υπαλλήλους για να τους ρωτήσουν αν θα απεργήσουν, με την απειλή ότι καταρτίζουν καταστάσεις για να κάνουν απολύσεις.
Η «τυφλή» Δικαιοσύνη
Στο μεταξύ, λειτούργησαν και τα αντιδραστικά αντανακλαστικά της αστικής Δικαιοσύνης. Το Διαιτητικό Δικαστήριο μέσα σε δύο - τρεις μέρες αποφάσισε υπέρ των κυβερνητικών προτάσεων για μισθολογικές αυξήσεις 14 - 15%. Παράλληλα ασκήθηκε δίωξη από την Εισαγγελία Αθηνών κατά του προεδρείου της ΟΤΟΕ επειδή συνεχίστηκε η απεργία μετά την παραπομπή στη διαιτησία.
Μετά από αυτή την εξέλιξη, η απεργία έληξε. Οι τραπεζοϋπάλληλοι κατόρθωσαν τότε να κερδίσουν το ωράριο και ταυτόχρονα ο αγώνας τους έγινε υπόθεση περισσότερων κλάδων, που πάλευαν και αυτοί με διευρυμένο πλαίσιο αιτημάτων, ενάντια στην ακρίβεια και τους χαμηλούς μισθούς.
Πάντως, ό,τι δεν κατάφερε τότε το κεφάλαιο, το πέτυχε σήμερα με την απελευθέρωση του ωραρίου λειτουργίας για ορισμένο αριθμό καταστημάτων ανά τράπεζα και τη λειτουργία καταστημάτων το Σάββατο, ανοίγοντας το δρόμο για την καταστρατήγηση του ωραρίου εργασίας. Το «κατόρθωμα» αυτό επετεύχθη το 2006 και έχει την υπογραφή και της συνδικαλιστικής πλειοψηφίας της ΟΤΟΕ...
Μια ζωντανή μαρτυρία
Στον «Ριζοσπάστη» μίλησε ο Γιώργος Ποντικός,συνταξιούχος τραπεζοϋπάλληλος σήμερα και στέλεχος του ΠΑΜΕ, που πήρε μέρος στις απεργίες εκείνης της περιόδου:
«Και σ' αυτή την απεργιακή κινητοποίηση, πρωτοστάτησαν οι Οργανώσεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στις τράπεζες. Καθημερινά διακινούσαμε τον "Ριζοσπάστη" που πρόβαλλε την απεργία μας.
Η διαπάλη μέσα στην ΟΤΟΕ από τις ταξικές δυνάμεις ήταν να συμπεριληφθούν εκτός από το ωράριο και μισθολογικά αιτήματα, η καθιέρωση οργανισμών εργασίας, η κατάργηση των αντεργατικών νόμων. Τελικά, κερδίσαμε το ωράριο εργασίας, το οποίο το διατηρήσαμε για δύο δεκαετίες.
Θυμάμαι όταν προκηρύχθηκε η απεργία διαρκείας, δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ από το άγχος, γιατί είχα προσληφθεί πριν λίγους μήνες και δεν ήξερα αν θα τα κατάφερνα μόνος μου να "περιφρουρήσω" την απεργία στο χώρο δουλειάς μου.
Πήγα τα ξημερώματα και περίμενα να έρθουν οι συνάδελφοι. Σιγά-σιγά μαζεύτηκαν όλοι έξω από την τράπεζα. Κάναμε συνέλευση εκεί στο πεζοδρόμιο και αποφασίσαμε να συμμετέχουμε και οι 40 εργαζόμενοι στην απεργία. Ολοι μαζί πήγαμε στην απεργιακή συγκέντρωση στην οδό Σίνα, όπου ήταν τότε τα γραφεία της ΟΤΟΕ.
Η απεργία στον κλάδο είχε 90% συμμετοχή. Κάθε μέρα είχαμε μαζική απεργιακή συγκέντρωση και στη συνέχεια πορεία στους δρόμους της Αθήνας. Οι συναλλαγές είχαν νεκρώσει, γιατί τότε δεν υπήρχαν ΑΤΜ...
Με τη μαζική μας συμμετοχή στην απεργία, αντιμετωπίσαμε τα φαινόμενα της εργοδοτικής τρομοκρατίας. Εντούτοις, πολλοί από μας δεν κοιμόμασταν στα σπίτια μας, γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να συλληφθούμε. Παρά την επιστράτευση των τραπεζοϋπαλλήλων από την κυβέρνηση, ο αγώνας μας συνεχίστηκε και μετά από 6 μήνες κάναμε νέα απεργία 39 ημερών.
Για να αντιμετωπίσουμε τη συκοφάντηση του αγώνα μας από την κυβέρνηση, τυπώναμε ανακοινώσεις στον πολύγραφο και είχαμε οργανώσει ομάδες από συναδέλφους, για να τις μοιράζουμε έξω από τις τράπεζες στους περαστικούς. Από τα χαράματα πηγαίναμε και αφισοκολλούσαμε στις τζαμαρίες των υποκαταστημάτων, με αφίσες που φτιάχναμε με μαρκαδόρους.
Συγκινητική ήταν η αλληλεγγύη των ταξικών συνδικάτων, που οργάνωναν συγκεντρώσεις των μελών τους και καλούσαν συνδικαλιστές του κλάδου μας να μιλήσουν»...

Δημοσίευση σχολίου

[blogger]

MKRdezign

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.
Javascript DisablePlease Enable Javascript To See All Widget