ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Συνταγές για να πλουτίζουν τα μονοπώλια και να τσακίζονται οι εργάτες

Χαρακτηριστικό το περιεχόμενο της Εκθεσης «Οδεύοντας προς την Ανάπτυξη» («Going for Growth»)
Την περασμένη Τετάρτη, μετά τη συνάντηση που είχε με τον επικεφαλής του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ) Ανχελ Γκουρία, ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, ξεκαθάρισε ότι η κυβέρνησή του είναι έτοιμη να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που «πραγματικά έχει ανάγκη η Ελλάδα», συμπληρώνοντας ότι σε αυτήν την κατεύθυνση «θέλουμε λοιπόν να συνεργαστούμε πολύ στενά με τον ΟΟΣΑ».
Το ποιον αληθινά θα ωφελήσουν οι μεταρρυθμίσεις που ετοιμάζει η ελληνική κυβέρνηση, το ποιον συνολικά υπηρετούν «Οργανισμοί» τύπου ΟΟΣΑ αποτυπώνεται κρυστάλλινα στην Εκθεση «Οδεύοντας προς την Ανάπτυξη» («Going for Growth») που παρουσίασε ο Γκουρία στην Κωνσταντινούπολη τη Δευτέρα, με αφορμή τη συνάντηση που είχαν εκεί οι υπουργοί Οικονομικών και οι διοικητές των Κεντρικών Τραπεζών των «G-20». Πρόκειται για ένα ακόμα πλέγμα προτάσεων για την ανάκαμψη της κερδοφορίας των μονοπωλίων, την περαιτέρω συντριβή των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων, πασπαλισμένο με μπόλικη αγωνία για τη διασφάλιση της «κοινωνικής συνοχής» και μεθόδων καθυπόταξης των εργατών.

«Υψηλότερη χρησιμοποίηση εργατικού δυναμικού»
Στην Εκθεση αντανακλάται ανάγλυφα η ανυπομονησία του κεφαλαίου να μειωθεί η ανεργία, αφού η αύξηση της «ζωντανής εργασίας» (απ' αυτήν παράγεται η υπεραξία, άρα και το κέρδος, ενώ αυξάνεται και η ζήτηση, άρα οι τζίροι των επιχειρήσεων), είναι καταλυτική για την εξασφάλιση και την αύξηση της κερδοφορίας των μονοπωλίων. Από αυτήν τη σκοπιά, στο κεφάλαιο «επιλογή των πολιτικών προτεραιοτήτων» γίνεται ειδική αναφορά στην ανάγκη να βελτιωθούν η «παραγωγικότητα της εργασίας» και η «χρησιμοποίηση του εργατικού δυναμικού».
Αναζητώντας τρόπους που θα αυξήσουν τα διαθέσιμα, φτηνά εργατικά χέρια που οι καπιταλιστές μπορούν να χρησιμοποιήσουν, αλλά και το κέρδος που μπορεί να παράξουν οι εργάτες μιας παραγωγικής μονάδας, ο ΟΟΣΑ συστήνει μεταξύ άλλων:
  • «Την ενίσχυση της δικαιοσύνης και της αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών συστημάτων. Την ενθάρρυνση της καινοτομίας, τη διάδοση της τεχνολογίας και των νέων ιδεών», ώστε όλο και περισσότεροι εργάτες να αποκτήσουν στοιχειώδη επαφή με νέα μέσα και μεθόδους που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία. Οι καπιταλιστές και οι εκπρόσωποί τους ενδιαφέρονται να μπορέσουν να εξασφαλιστούν φτηνά εργατικά χέρια από τη μεγάλη δεξαμενή των άνεργων εργατών που για να «αξιοποιηθούν» όμως πρέπει να αποκτήσουν βασικές γνώσεις, ικανές για να αξιοποιηθούν σε σύγχρονα μέσα παραγωγής που αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας άρα και τα κέρδη, να ενισχυθούν οι επιχειρήσεις, (επιδοτήσεις από τα κράτη για επενδύσεις), για να εισάγουν την καινοτομία και την τεχνολογία, που αυξάνουν την παραγωγικότητα, άρα και την ανταγωνιστικότητα.
  • «Τη βελτίωση του σχεδιασμού και της ολοκλήρωσης των κοινωνικών οφελών και των πολιτικών ενεργητικής απασχόλησης. Την αναθεώρηση της νομοθεσίας προστασίας της εργασίας για να ενισχυθεί η μετακίνηση του εργατικού δυναμικού και να αντιμετωπιστεί η δυαδικότητα στην αγορά εργασίας, την ενθάρρυνση της μισθολογικής ευελιξίας με μεταρρυθμίσεις στους κατώτατους μισθούς και τις διαπραγματεύσεις».
Ως «δυαδικότητα («duality») στην αγορά εργασίας» περιγράφεται η συνύπαρξη εργαζομένων «δύο ταχυτήτων». Η απόκλιση που εμφανίζουν στις συνθήκες εργασίες όσοι δουλεύουν σε «άτυπες» μορφές απασχόλησης και όσοι δουλεύουν με «πλήρη» δικαιώματα προκαλεί τον προβληματισμό σημαντικών τμημάτων του κεφαλαίου. Μια μεγάλη «μαύρη αγορά» εργασίας δεν ευνοεί την «υγιή ανταγωνιστικότητα» (ουσιαστικά κάποιες μερίδες του κεφαλαίου γκρινιάζουν γιατί άλλες βρίσκουν φτηνότερους εργάτες), ενώ ταυτόχρονα δεν οδηγεί σε «απώλεια» εσόδων, φορολογικών και άλλων. Αντίθετα, η «μισθολογική ευελιξία» δίνει τη δυνατότητα ευρείας και με τη «βούλα του νόμου» κατάργησης δικαιωμάτων.
Επιπλέον, όπως δείχνει και η πείρα στη χώρα μας, οι πολιτικές «ενεργητικής απασχόλησης» σημαίνει στοχευμένες παρεμβάσεις για την επέκταση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, γιατί αυξάνουν την εκμετάλλευση, άρα και τα κέρδη, να δοθούν «κίνητρα» όπως είναι και η μετατροπή των επιδομάτων ανεργίας σε «επιδόματα απασχόλησης», η εξασφάλιση ακόμα και τζάμπα εργατικών χεριών για επιχειρήσεις μέσα από την απαλλαγή των εργοδοτών από ασφαλιστικές εισφορές ή ακόμα και την αμοιβή με κρατικό χρήμα.
Συντάξεις και απολύσεις
Οσον αφορά στις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται στο Ασφαλιστικό, οι συστάσεις κινούνται στη γνωστή κατεύθυνση που κινούνται όλοι οι συμβουλάτορες των μονοπωλίων και των κυβερνήσεών τους: «Είναι ευρέως αποδεκτό στις περισσότερες χώρες ότι τα συνταξιοδοτικά συστήματα και οι κανόνες χρειάζεται να αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου, ειδικά ότι οι ηλικίες συνταξιοδότησης θα πρέπει να προσαρμόζονται στη μακροβιότητα». Δηλαδή, ο ΟΟΣΑ επικαλείται το ίδιο ακριβώς που επικαλούνται σταθερά η ΕΕ και οι αστικές κυβερνήσεις για να προωθήσουν αντιασφαλιστικές ανατροπές όπως τη συνεχή αύξηση των ορίων ηλικίας, την εξίσωση των ορίων ηλικίας αντρών και γυναικών, την κατάργηση του δικαιώματος «πρόωρης» συνταξιοδότησης, ιδιαίτερα για τις γυναίκες με ανήλικα παιδιά, αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης για κατηγορίες όπως των ΒΑΕ. Η λογική τους, ότι δηλαδή επειδή οι άνθρωποι ζουν περισσότερο θα πρέπει να δουλεύουν και περισσότερο είναι η λογική που αναγνωρίζει στους παραγωγούς του πλούτου μόνο το δικαίωμα να δουλεύουν για να ενισχύεται η διευρυμένη αναπαραγωγή κερδών, να συσσωρεύεται και να διογκώνεται το κεφάλαιο, να ενισχύεται η δράση του, να δουλεύουν μέχρι να βρεθούν με το ένα πόδι στον τάφο. Κι αυτό όταν, αφενός είναι εφικτό (δεδομένου του αυξημένου κοινωνικού πλούτου), αφετέρου είναι απαραίτητο (η εντατικοποίηση και η «ελαστικοποίηση» πολλαπλασιάζουν τη σωματική και ψυχική φθορά των εργαζομένων) να συνταξιοδοτούνται οι άνθρωποι νωρίτερα.
Τέλος, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο περιεχόμενο που ο ΟΟΣΑ δίνει σε αυτό που ονομάζει «προστασία της εργασίας», όρος και πάλι περίτεχνα επιλεγμένος, για να δοθούν κατευθύνσεις ως προς τη διευκόλυνση των απολύσεων. Στο ομότιτλο κεφάλαιο αναφέρεται, λοιπόν: «Η αυστηρή νομοθεσία που αφορά την προστασία της απασχόλησης μπορεί να καθυστερήσει τη διαδικασία ανακατανομής (σ.σ. τα περιθώρια ελεύθερης κίνησης εργαζομένων από κλάδο σε κλάδο αλλά και από περιοχή σε περιοχή) και τη συνολική αύξηση της παραγωγικότητας γιατί αυξάνει το εργατικό κόστος προσαρμογής για τις εταιρείες».
Ο Οργανισμός εκφράζει ικανοποίηση που «μια καθαρή τάση προς τη μείωση της αυστηρότητας της προστασίας της απασχόλησης εντοπίζεται στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, κύρια επικεντρωμένη σε ρυθμίσεις που καθορίζουν τις μεμονωμένες αλλά και τις ομαδικές απολύσεις». Προσπαθεί να εμφανιστεί ότι δήθεν νοιάζεται να μη γίνεται κατάχρηση τέτοιων ρυθμίσεων, αλλά η στρατηγική που υπηρετεί δεν κρύβεται. Ετσι, επισημαίνει ότι σε επίπεδο εταιρείας «η προστασία της απασχόλησης μπορεί να αυξήσει την αφοσίωση του εργαζόμενου και τα κίνητρα της εταιρείας να επενδύσει σε ανθρώπινο κεφάλαιο συγκεκριμένα μέσα σε μια εταιρεία, κάτι που θα μπορούσε να αυξήσει την παραγωγικότητα μέσα στην ίδια την εταιρεία».
Τι λέει δηλαδή; Οτι, ανάλογα με διάφορα δεδομένα (περιθώρια κέρδους, κατάσταση στον κλάδο κ.τ.λ.) στα «μαγαζιά» του ένας όμιλος μπορεί να επιστρατεύσει διάφορες μεθόδους, για να εξασφαλίσει «κοινωνική ειρήνη» και να αρπάξει την «αφοσίωση» του προσωπικού του, να καλλιεργήσει την αυταπάτη ότι η «προστασία» των εργατών είναι κάτι που καθορίζεται από την κατάσταση σε επίπεδο επιχείρησης και όχι από το συνολικό συσχετισμό δύναμης και το επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης, να καθυστερήσει την ανάπτυξη αγώνων. Τέτοια παραδείγματα είναι οι συμφωνίες που, για να δεχτούν οι εργάτες μειώσεις μισθών τους, έδιναν ως αντάλλαγμα υποσχέσεις ότι δε θα γίνουν απολύσεις, συμφωνίες που ακύρωναν σύντομα οι ίδιες οι εξελίξεις στην οικονομία, ο ανταγωνισμός που νομοτελειακά ανοιγοκλείνει εργοστάσια στον καπιταλισμό, η ίδια η εκδήλωση της κρίσης που αύξησε ραγδαία τα «λουκέτα». Η ίδια η αντικατάσταση των Εθνικών Συλλογικών και των κλαδικών Συμβάσεων από τις επιχειρησιακές (με παράλληλη επέκταση συνδικάτων - σφραγίδων τύπου Ενώσεων Προσώπων») εξυπηρετεί τις δυνατότητες της εργοδοσίας να βάζει τρικλοποδιές στο εργατικό κίνημα και να χειρίζεται τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης ακόμα πιο ευέλικτα.

ΜΙΣΘΟΙ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ
Κανένα σταθερό και ενιαίο δικαίωμα
Ο ΟΟΣΑ θέλει τους εργάτες να δουλεύουν περισσότερο και να πληρώνονται λιγότερο
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικές είναι οι συστάσεις για τη διαμόρφωση των μισθών και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Αποτυπώνεται καθαρά πως στόχος είναι να μην υπάρχει τίποτα δεδομένο για τους εργάτες και όλα να «αναπροσαρμόζονται» στις εκάστοτε ανάγκες κάθε εργοδότη, όπως και να εξαφανιστεί κάθε έννοια συλλογικής κατάκτησης ώστε, πιο απομονωμένοι, οι εργάτες να υποτάσσονται και να χειραγωγούνται ακόμα πιο εύκολα.
Στο κεφάλαιο που αφορά «τους κατώτατους μισθούς και τα συστήματα μισθολογικών διαπραγματεύσεων», αναφέρεται: «Οι (σχεδιαζόμενες) πολιτικές και τα ιδρύματα μπορούν να βοηθήσουν να αποφευχθούν κατώτατοι μισθοί που θα είναι πολύ υψηλοί και να ελαχιστοποιήσουν κάθε αρνητική συνέπεια για την απασχόληση. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί»:
  • «Παρέχοντας διαφοροποιημένους κατώτατους μισθούς (κατά ηλικία, συνυπολογίζοντας τις διαφορές εμπειρίας και κατά περιοχή συνυπολογίζοντας τα μέσα επίπεδα εισοδημάτων)». Ο ΟΟΣΑ προφανώς δεν έχει στο νου τη διατήρηση των μισθολογικών κλιμακίων που μέχρι πρότινος διασφάλιζαν αύξηση του μισθού (άλλωστε αυτά αφορούν πλέον έναν όλο και μικρότερο αριθμό εργαζομένων που δουλεύουν με πλήρη δικαιώματα). Η παρότρυνσή του για «διαφοροποιημένους» μισθούς θυμίζει ήδη συστήματα σαν και αυτά που ξεκίνησαν να εφαρμόζονται και στη χώρα μας, με «μηχανισμούς διαμόρφωσης» των αμοιβών, ορίζοντας άλλες αμοιβές για τους κάτω των 25 ετών και άλλες για τους πάνω των 25 ετών.
  • «Αναθέτοντας σε έναν ανεξάρτητο οργανισμό την ευθύνη του καθορισμού του κατώτατου μισθού», έτσι ώστε η εργοδοσία να αποφεύγει την πίεση που μπορούν να ασκήσουν οι εργαζόμενοι με τις οργανώσεις και τους αγώνες τους, το επίπεδο των μισθών να μετατραπεί σε ευθύνη ορισμένων τεχνοκρατών που θα το υπολογίζουν αποκλειστικά με βάση τα περιθώρια ανάπτυξης της οικονομίας.
  • «Καθιερώνοντας προνομιακές τιμές για τη μείωση του μη μισθολογικού εργασιακού κόστους του κατώτατου μισθού». Δίνονται, δηλαδή, εναλλακτικές για να μειωθεί η τιμή της εργατικής δύναμης και μέσα από το πετσόκομμα εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, παροχών υπηρεσιών, π.χ., Υγείας - Πρόνοιας, «ανακουφίζοντας» και πάλι, το ίδιο σημαντικά, την εργοδοσία.
  • «Εισάγοντας οφέλη στον τόπο εργασίας για τους χαμηλά αμειβόμενους εργαζόμενους, ώστε να αποφεύγονται ονομαστικές αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς και έτσι να μειώνεται το αληθινό εργατικό κόστος για όσους αμείβονται με τον κατώτατο μισθό». Ετσι όχι μόνο δε θα αυξάνεται ο κατώτατος μισθός (ούτε καν ονομαστικά), αλλά και θα διαμορφώνεται η εντύπωση στον εργαζόμενο ότι η εργασία του θα μπορεί να «αμείβεται» με οφέλη διαφόρων τύπων (π.χ., οι μεγαλέμποροι πολλές φορές αντί να πληρώνουν τους εργαζόμενους τούς δίνουν επιταγές για να ψωνίζουν στα μαγαζιά τους).
Εύσημα για τις ανατροπές στην Ελλάδα
«Οι συστάσεις δίνουν έμφαση στη μείωση ή την πλήρη κατάργηση της αυτόματης επέκτασης των μισθολογικών συμφωνιών και, ακόμα παραπέρα, στην προώθηση των διαπραγματεύσεων σε επίπεδο εταιρείας», επισημαίνει η Εκθεση και αμέσως εξηγεί: «Οι μεταρρυθμίσεις σε αυτή τη γραμμή αυξάνουν την αντιστοίχιση των μισθών με τις συνθήκες στην αγορά εργασίας και συμβάλλουν στη διατήρηση θέσεων εργασίας σε περιόδους ύφεσης». Ο ΟΟΣΑ ξεκαθαρίζει ότι η εφαρμογή ή η επέκταση μιας συλλογικής σύμβασης δεν μπορεί να θεωρείται αυτονόητη αλλά πρέπει να καθορίζεται από τη δύναμη που κάθε φορά διαθέτει ένας εργοδότης να επιβάλλει τις απαιτήσεις του.
Ο οργανισμός, που θυμίζουμε θα αναλάβει για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ να καλύψει το 30% των «μεταρρυθμίσεων» που εξαγγέλλει (το άλλο 70% θα παραμείνει το πλαίσιο από το μνημόνιο της προηγούμενης συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ), αναγνωρίζει ότι στη χώρα μας έχει γίνει ...πρόοδος, αφού σημειώνει: «Παρά την πιο πρόσφατη καθυστέρηση στις δράσεις που λαμβάνονται, οι μεταρρυθμίσεις που την προηγούμενη περίοδο έγιναν σε αυτόν τον τομέα ίσως έχουν συμβάλλει στη σημαντική μείωση του εργατικού κόστους ανά μονάδα προϊόντος που έχει παρατηρηθεί από το 2009 στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία». Δηλαδή και ο ΟΟΣΑ αναγνωρίζει ότι ο τσάκισμα των εργατών στην Ελλάδα βοήθησε τις επιχειρήσεις να πάρουν ανάσα. Ωστόσο, μένουν ακόμα πράγματα να γίνουν, αφού «αυτή η μείωση παραμένει μικρή σε σχέση με την αύξηση που, στην περίοδο πριν την κρίση, οδήγησε σε μεγάλες απώλειες στην ανταγωνιστικότητα σε αυτές και άλλες χώρες της Ευρωζώνης».
Σε ελεύθερη απόδοση, αυτό σημαίνει «προχωρήστε σε νέα αντιλαϊκά μέτρα»!

Δημοσίευση σχολίου

[blogger]

MKRdezign

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.
Javascript DisablePlease Enable Javascript To See All Widget