«ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ» Δύο κινηματογραφικά αριστουργήματα βασισμένα στην πένα του Μπρεχτ

«Και οι δήμιοι πεθαίνουν»
Με αφορμή την επέτειο θανάτου του μεγάλου διανοητή και δημιουργού Μπέρτολτ Μπρεχτ (14/8/1956), η «New Star» παρουσιάζει μέχρι τις 19 Αυγούστου, στην «Αλκυονίδα» (Ιουλιανού 42-46, τηλ. 210.8220.008, 210.8220.023), δύο κινηματογραφικά αριστουργήματα που βασίζονται στη συγγραφική πένα του. «Η όπερα της πεντάρας», καθημερινά στις 8 μ.μ., «Και οι δήμιοι πεθαίνουν», καθημερινά στις 10 μ.μ.
«Και οι δήμιοι πεθαίνουν»
Η επαφή του Μπρεχτ με τον Φριτς Λανγκ την πρώτη χρονιά του στο Χόλιγουντ, την περίοδο της αυτοεξορίας του, οδήγησε στο μοναδικό πρακτικό αποτέλεσμα των προσπαθειών του για το φιλμ. «Και οι δήμιοι πεθαίνουν» είναι μια ταινία γυρισμένη το 1942 στις ΗΠΑ, με θέμα, φυσικά, εκείνη την εποχή, την ηρωική αντίσταση των λαών ενάντια στην επιθετικότητα και κτηνωδία της φασιστικής Γερμανίας.
Το σενάριο βασίζεται στο πραγματικό γεγονός της δολοφονίας από Τσέχους αντάρτες ενός ναζί αξιωματικού, του Ράινχαρντ Χάιντριχ, ο οποίος φημιζόταν για τη σκληρότητά του και συμβόλιζε γενικότερα όλη τη βαρβαρότητα του Γ' Ράιχ. Από εκείνο το σημείο και μετά ξεκινάει μια διαδικασία ερευνών σε όλη την πόλη για την εξεύρεση των τότε «τρομοκρατών», που στόχο είχε την τρομοκράτηση του τσέχικου λαού, τη διάσπασή του, τη δημιουργία χαφιέδων, τη δολοφονία τελικά απλών πολιτών - ομήρων εφόσον δεν παραδίδονταν οι «ένοχοι». Παρ' όλα αυτά, ο τσέχικος λαός παραμένει ενωμένος, δεν ενδίδει στις απειλές, παρά το γεγονός ότι και συγγενικά τους πρόσωπα ήταν υποψήφια θύματα εκτελέσεων από τους Γερμανούς. Καταλαβαίνει πως το να παραδώσει τους «ενόχους» δε θα σταματήσει την αιματοχυσία και καλύπτει τελικά τους αντάρτες.
Ο Μπρεχτ συνεργάστηκε με τον Αμερικανό σεναριογράφο Τζον Ουέξλεϊ, ο οποίος συγκαταλεγόταν στους αριστερούς του Χόλιγουντ: «Ο Μπρεχτ νοιαζόταν για τον τσέχικο λαό και το αντιστασιακό του κίνημα. Μου φάνηκε πολύ εύκολο να ενταχθώ κι εγώ σ' αυτήν την προσπάθεια». Διαφορές γνωμών που αφορούσαν την όλη δομή της ταινίας παρουσιάστηκαν. Ο Ουέξλεϊ αναφέρει: «Ο Μπρεχτ δεν μπορούσε να συνηθίσει εντελώς ούτε τις αμερικανικές μεθόδους και απόψεις ούτε την ιδεολογική μέθοδο του χειρισμού πραγμάτων που έπρεπε ν' ακολουθηθεί στην ιστορία εκείνη την εποχή. Πολλές επιθυμίες του δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν: Είτε εκ των πραγμάτων δεν ήταν πραγματοποιήσιμες είτε θ' αντιμετωπίζονταν με μεγάλη εχθρότητα». Αυτό αφορούσε προπαντός τις, για τον Μπρεχτ, σημαντικές λαϊκές σκηνές, την απεικόνιση της συλλογικής «καθημερινής» αντίστασης. Οι δύο συγγραφείς είχαν μαζέψει πληροφορίες από πολιτικούς πρόσφυγες ή εφημερίδες και είχαν λάβει υλικό ντοκουμέντων... «Αλλά, εξαιτίας της αντικομμουνιστικής στάσης μέχρι το τέλος του πολέμου, υπήρχε γενικά μια αντίσταση ενάντια σε καθετί που είχε να κάνει με το λαό».
Παρά το γερό «στρογγύλεμα» που πραγματοποιήθηκε στα μπρεχτικά στοιχεία της ταινίας, το στίγμα του κομμουνιστή δραματουργού εντοπίζεται ατόφιο σε μεμονωμένες σκηνές. Στη σκηνή, που ο καθηγητής/όμηρος των ναζί αποχαιρετά την κόρη του, λίγο πριν τον πάρουν για εκτέλεση και την παρακαλά να μεταφέρει στο μικρό της αδελφό τα τελευταία του λόγια, σαν πολύτιμη υποθήκη του πατέρα: «Οταν οι ισχυροί εισβολείς εκδιωχθούν, όταν η χώρα γίνει ελεύθερη και κυβερνιέται από το λαό, θα είναι μια χώρα που όλοι, οι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά, θα έχουν αρκετό φαγητό και αρκετό χρόνο για να διαβάζουν και να σκέπτονται και να μιλάνε μεταξύ τους για πράγματα που αφορούν την ευημερία τους. Οταν έρθει αυτή η μέρα, να μην ξεχάσεις ότι ελευθερία δεν είναι όσα έχει κανείς δικά του, ένα καπέλο - ας πούμε - ή ένα κομματάκι ζάχαρη... Αληθινά, πρέπει κανείς να αγωνίζεται για την πραγματική ελευθερία. Και πρέπει να με θυμάσαι, όχι επειδή είμαι ο πατέρας σου, αλλά για το ότι και εγώ έπεσα σ' αυτόν τον μεγάλο αγώνα».
Η ταινία, όμως, με τον τρόπο που λειτουργεί στη σκηνή του αποχωρισμού, δεν κινητοποιεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο Αϊσλερ επένδυσε μουσικά την εν λόγω σκηνή με την επαναστατική του σύνθεση «Το Τραγούδι της Κομιντέρν», που «έχωσε» με πανουργία στο φιλμ, ντύνοντας το χορωδιακό του τέλους υπό τον τίτλο «Ποτέ συνθηκολόγηση». Πάντως, έστω κι αν ο Μπρεχτ δεν επιδοκίμασε το τελικό αποτέλεσμα, η ταινία «Και οι δήμιοι πεθαίνουν» συνιστά μία από τις καλύτερες αμερικανικές παραγωγές ενάντια στο φασισμό, χάρη στη συμβολή του...
Θέματα, όπως αντίσταση, αγώνας, δύναμη συλλογικότητας, αίσθημα αλληλεγγύης και θυσίας για ανεξαρτησία και δικαιώματα, αξιοπρέπεια απέναντι στο δυνάστη σου, αλλά και το ποιος είναι ο πραγματικός τρομοκράτης των λαών και αν είναι τόσο «ανίκητος» όσο φαντάζει, είναι θέματα που και τίθενται σήμερα αλλά και η απάντησή τους θα κρίνει πράγματα προοπτικά. Το συγκεκριμένο έργο προσεγγίζει τη συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα, που στο σήμερα αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία, με βάση τις εξελίξεις στον κόσμο και αναδεικνύει το έργο, καθιστώντας το τραγικά επίκαιρο.
Πρωταγωνιστούν: Χανς Χάινριχ Βον Ταρντόφσκι, Μπράιαν Ντόνλεβι, Γουόλτερ Μπρέναν.
Μια «όπερα» που καυτηριάζει την αστική υποκρισία
Μία από τις πιο δυνατές κινηματογραφικές δημιουργίες, «Η όπερα της πεντάρας», το κλασικό αριστούργημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ, σε σκηνοθεσία Γκεόργκ Βίλχελμ Παμπστ, με την αξεπέραστη μουσική του Κουρτ Βάιλ, προβάλλεται ταυτόχρονα η original γερμανική και γαλλική version. Ενα επίκαιρο, σαρκαστικό, σχόλιο για το σύγχρονο κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Μια σάτιρα για όσα σήμερα απλώς επαναλαμβάνονται στο γύρισμα του χρόνου, εν μέσω βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης...
Η «Οπερα της πεντάρας» γράφτηκε από τον Μπρεχτ το 1928, την παραμονή δηλαδή της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, με το οικονομικό κραχ του 1929. Αποτελεί διασκευή του έργου του Τζον Γκέι «H Οπερα του ζητιάνου» (1728), από το οποίο διατήρησε το σατιρικό ύφος, όχι όμως διακωμωδώντας την ιταλική όπερα, αλλά καυτηριάζοντας την αστική υποκρισία.
Ογδόντα τέσσερα χρόνια μετά το γύρισμα της ταινίας, το έργο παραμένει επίκαιρο, σαρκαστικό και ένα δριμύ «κατηγορώ» στο εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα, που είναι σύμφυτο με την ανεργία και την εμπορευματοποίηση των πάντων. Εμπόριο μπορούν να γίνουν τα πάντα, ακόμη και η ελεημοσύνη. Πρωταγωνιστές, ένας στυγνός «επιχειρηματίας» με εταιρεία - βιτρίνα που εκμεταλλεύεται τους επαίτες του Λονδίνου αλλά δηλώνει φτωχός, ένας επίορκος αστυνομικός, ένας ληστής που λιγουρεύεται τα μεγάλα «πορτοφόλια», μια διάσημη πόρνη. Πρόκειται για μορφές βγαλμένες από τη φαντασία του Μπρεχτ με φόντο την αστική τάξη του βικτοριανού Λονδίνου.
Το 1930, ο Γκέοργκ Βίλχεμ Παμπστ άρχισε τα γυρίσματα της «Οπερας της πεντάρας», σε δύο εκδοχές, τη γερμανική και τη γαλλική με διαφορετικούς ηθοποιούς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, αλλά με τους ίδιους ηθοποιούς στους δεύτερους ρόλους και τα ίδια σκηνικά. Η πρεμιέρα της ταινίας στη Γερμανία έγινε στις 19 Φλεβάρη του 1931 και σύντομα προβλήθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Πολύ σύντομα, η φήμη του έργου έφτασε στην Αμερική, όπου προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 13 Απρίλη του 1933 στο «Empire Theatre» της Νέας Υόρκης.
Η ταινία αποτελεί ορόσημο των πρώιμων χρόνων του ομιλούντος κινηματογράφου. Ο Παμπστ καταφέρνει να δημιουργήσει μια πολύ όμορφη οπτική αίσθηση του χώρου και του χρόνου στοβικτοριανό Σόχο του Λονδίνου. Ο σκιερός φωτισμός αναδεικνύει το στοιχείο της διεφθαρμένης κοινωνίας και τα τραγούδια μάς διασκεδάζουν με τον κυνισμό τους («Μακ ο Μαχαιροβγάλτης»), τον κυνισμό για την αφελή αγάπη («Το γαμήλιο τραγούδι των φτωχών»), τον κυνισμό της ρεαλιστικής αγάπης («Το τραγούδι της Πόλυ»), τον κυνισμό του στρατού («Τραγούδι των κανονιών») και, τέλος, τον κυνισμό της απέχθειας («Η Τζένη των πειρατών»).
Οι πρωταγωνιστές στη γερμανική βερσιόν είναι οι: Ρούντολφ Φόρστερ, Καρόλα Νέχερ, Ράινχολντ Σούνζελ, Φριτς Ρασπ, Βαλέσκα Γκερτ, Λότε Λένια, Βλαντιμίρ Σοκόλοφ. Οι πρωταγωνιστές στη γαλλική βερσιόν είναι οι: Αλμπερτ Πρεχεάν, Φλορέλ, Ζακ Χενιό, Γκαστόν Μοντότ, Λούσι ντε Μάθα, Μαργκό Λιόν, Βλαντιμίρ Σοκόλοφ.

Ο ίδιος ο Βάιλ έγραφε χαρακτηριστικά για τη μουσική του σε γράμμα του στην εφημερίδα «Anbruch» το Γενάρη του 1929: «Σε κάθε μουσικό έργο προορισμένο για τη θεατρική σκηνή προβάλλει πάντα η ερώτηση: Ποια είναι η θέση της μουσικής, ιδιαίτερα του τραγουδιού, στο έργο; Εδώ η ερώτηση επιλύθηκε με τον πιο εύκολο τρόπο. Το έργο είχε μια ρεαλιστική πλοκή, κι έτσι έπρεπε να αντιπαραθέσω σε αυτή τη μουσική, δεδομένου ότι δεν θεωρώ ότι η μουσική μπορεί να επιφέρει ρεαλιστικά αποτελέσματα από μόνη της. Εκ τούτου η δράση είτε διακόπηκε, προκειμένου να εισαχθεί η μουσική, είτε η δράση οδηγήθηκε σκόπιμα σε ένα σημείο όπου δεν υπήρξε καμία άλλη εναλλακτική λύση από το να υπάρξει τραγούδι».
Ετικέτες

Δημοσίευση σχολίου

[blogger]

MKRdezign

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.
Javascript DisablePlease Enable Javascript To See All Widget