Η λίστα της ελληνικής κυβέρνησης κρίνεται ως επαρκώς περιεκτική ώστε να αποτελεί έγκυρο σημείο εκκίνησης για επιτυχημένη ολοκλήρωση της αξιολόγησης, αλλά όχι πολύ συγκεκριμένη ως προς μεταρρυθμίσεις που το ΔΝΤ κρίνει ως τις πιο σημαντικές, π.χ. Συνταξιοδοτικό, άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, ιδιωτικοποιήσεις, μεταρρυθμίσεις στα Εργασιακά κ.λπ. 
Τα παραπάνω σημειώνει η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, σε επιστολή της προς τον πρόεδρο του Γιούρογκρουπ Γ. Ντάισελμπλουμ αναφορικά με τη λίστα μέτρων που απέστειλε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. 
Όπως σημειώνει στην επιστολή της, η λίστα των αντιλαϊκών μέτρων που απέστειλε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ «καλύπτει τα ευρύτερα ζητήματα που πρέπει να βρίσκονται στην ατζέντα της νέας κυβέρνησης. Υπό το πρίσμα αυτό, είμαστε σε θέση να στηρίξουμε το συμπέρασμα ότι η λίστα "είναι επαρκώς περιεκτική ώστε να είναι ένα έγκυρο σημείο εκκίνησης για μια επιτυχημένη ολοκλήρωση της αξιολόγησης", όπως κάλεσε στην προηγούμενη συνάντησή του το Eurogroup. Αλλά η οριστική απόφαση για το θέμα αυτό βασίζεται κυρίως στα ίδια τα κράτη-μέλη και στους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς θεσμούς».
Ωστόσο, συνεχίζει η Κρ. Λαγκάρντ, «παρόλο που η λίστα των ελληνικών αρχών είναι περιεκτική, δεν είναι πολύ συγκεκριμένη, κάτι ενδεχομένως αναμενόμενο δεδομένου ότι η κυβέρνηση είναι νέα (...) Σε ορισμένους τομείς, συμπεριλαμβανομένων ίσως και των πιο σημαντικών, η λίστα δεν δίνει ξεκάθαρες διαβεβαιώσεις ότι η κυβέρνηση σκοπεύει να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο. Σημειώνουμε ειδικότερα πως δεν υπάρχουν σαφείς δεσμεύσεις για το σχεδιασμό και την εφαρμογή των προβλεπόμενων μεταρρυθμίσεων στο Συνταξιοδοτικό και στο ΦΠΑ, ούτε ξεκάθαρες δεσμεύσεις για την συνέχιση των ήδη συμφωνημένων πολιτικών για το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις, τις ιδιωτικοποιήσεις και τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Όπως γνωρίζετε, θεωρούμε αυτές τις δεσμεύσεις κρίσιμης σημασίας για το κατά πόσον η Ελλάδα θα μπορέσει να πετύχει τους στόχους του χρηματοδοτικού προγράμματος» και τονίζει: «Για να είναι πετυχημένες οι συζητήσεις για την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος, δεν μπορούν να περιοριστούν στην περίμετρο των πολιτικών που περιγράφεται από την ελληνική κυβέρνηση».